- Σελί
- Ορεινός οικισμός (20 κάτ., υψόμ. 530), στην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Γραικικού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Άνω Σέλι — Οικισμός (40 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναούσης του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάουσας … Dictionary of Greek
σελίνοιο — σελί̱νοιο , σέλινον celery neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελίνοις — σελί̱νοις , σέλινον celery neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελίνοισιν — σελί̱νοισιν , σέλινον celery neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελίνου — σελί̱νου , σέλινον celery neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελίνωι — σελί̱νῳ , σέλινον celery neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελίνων — σελί̱νων , σέλινον celery neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελίνῳ — σελί̱νῳ , σέλινον celery neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλινα — σέλῑνα , σέλινον celery neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλινον — σέλῑνον , σέλινον celery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)